ἐπῇσαν
1ἐπῆσαν — ἔπειμι 1 sum imperf ind act 3rd pl …
2ἐπῇσαν — ἔπειμι 2 ibo imperf ind act 3rd pl ἐπαείδω sing to aor ind act 3rd pl (attic epic ionic) …
3έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …