1επαγορία — ἐπαγορία, η (Α) δωρ. τ. αντί ἐπηγορία μορφή, κατηγορία …
Dictionary of Greek
2ἐπαγορίας — ἐπαγορίᾱς , ἐπαγορία fem acc pl ἐπαγορίᾱς , ἐπαγορία fem gen sg (attic doric aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ἐπαγορίαν — ἐπαγορίᾱν , ἐπαγορία fem acc sg (attic doric aeolic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)