ἐπί-σημος

  • 1ετερόσημος — η, ο (Μ ἑτερόσημος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει άλλο σημείο, αυτός που δηλώνεται με άλλο σημείο 2. μαθ. (ειδ. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ετερόσημοι οι αλγεβρικοί αριθμοί που έχουν αντίθετο πρόσημο (θετικό ή αρνητικό), αυτοί που δεν είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 2εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… …

    Dictionary of Greek

  • 3θεόσημος — θεόσημος, ον (Α) 1. αυτός που φανερώνει τη θέληση τού θεού 2. το ουδ. ως ουσ. τό θεόσημον η θεοσημία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σημος (< σήμα), πρβλ. ά σημος, επί σημος] …

    Dictionary of Greek

  • 4πολύσημος — η, ο / πολύσημος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σημασίες, πολυσήμαντος. επίρρ... πολυσήμως Α με πολύσημο τρόπο, με πολλές σημασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σημος (< σῆμα), πρβλ. επί σημος] …

    Dictionary of Greek