ἐπίχειρα
1ἐπίχειρα — arm neut nom/voc/acc pl ἐπίχειρον arm neut nom/voc/acc pl …
2επίχειρα — τα (AM ἐπίχειρα, τὰ Α και ἐπίχειρον, τὸ) η πληρωμή που λαβαίνει κάποιος για το κακό που έπραξε, ποινή, τιμωρία για κάτι (α. «τα επίχείρα τής κακίας του» β. «τοιαῡτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται» γ. «τῆς προπετείας πικρά κομίζονται… …
3επίχειρα — τα η αμοιβή (η τιμωρία) για κάποια κακή πράξη: Έλαβε τα επίχειρα της κακίας του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4'πίχειρα — ἐπίχειρα , ἐπίχειρα arm neut nom/voc/acc pl ἐπίχειρα , ἐπίχειρον arm neut nom/voc/acc pl …
5τἀπίχειρα — ἐπίχειρα , ἐπίχειρα arm neut nom/voc/acc pl ἐπίχειρα , ἐπίχειρον arm neut nom/voc/acc pl …
6ἐπιχείρων — ἐπίχειρα arm neut gen pl ἐπίχειρον arm neut gen pl …
7начинаѥмыи — (12) прич. страд. наст. 1. Наступающий, начинающийся: аще вѣдѣли быша родители ихъ. хотѧщеѥ быти. иже ѹбиѥни быша отъ сквьрньна ѹбиицѧ ирода... ѹбѣжа абиѥ начинаѥмо. скоро испровьрзи по наречению имене. (ἀρξομενον) КЕ XII, 230б; егда же два двора …
8εισπράττω — (AM εἰσπράττω, Α και εἰσπράσσω) 1. συγκεντρώνω χρήματα οφειλόμενα ή απαιτούμενα 2. πραγματοποιώ εισπράξεις («έχει δικαίωμα να εισπράττει») 3. (για χρήματα) συλλέγομαι («εισπράχθηκαν πολλά χρήματα») 4. φρ. «εισπράττω τα επίχειρα τής κακίας μου»,… …
9επίχειρον — ἐπίχειρον, τὸ (Α) βλ. επίχειρα, τα …
10λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …
- 1
- 2