ἐπίστασις
1επίστασις — ἐπίστασις, ἡ (Α) [στάσις] 1. έμφραξη, επίσχεση («ἐπίστασις κοιλίης, οὔρου, αἵματος») 2. βία, ορμή 3. στάση, στάθμευση («τοσοῡτον ἦν ἀνάγκη χρόνον δι’ ὅλου τοῡ στρατεύματος γίγνεσθαι τήν ἐπίστασιν», Ξεν.) 3. ηρέμηση και αυτοσυγκέντρωση («ἡ νόησις… …
2ἐπίστασις — stopping fem nom sg …
3ἐπιστάσις — ἐπιστάσῑς , ἐπίστασις stopping fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …
4ἐπιστάσεσι — ἐπίστασις stopping fem dat pl …
5ἐπιστάσεσιν — ἐπίστασις stopping fem dat pl …
6ἐπίστασιν — ἐπίστασις stopping fem acc sg …
7ἐπιστάσει — ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set aor subj act 3rd sg (epic doric) ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set fut ind mid 2nd sg (doric) ἐπιστά̱σει , ἐφίστημι set fut ind act 3rd sg (doric) ἐπίστασις stopping fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιστάσεϊ , ἐπίστασις… …
8ἐπιστάσεις — ἐπιστά̱σεις , ἐφίστημι set aor subj act 2nd sg (epic doric) ἐπιστά̱σεις , ἐφίστημι set fut ind act 2nd sg (doric) ἐπίστασις stopping fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίστασις stopping fem nom/acc pl (attic) ἐπιστάζω let fall in drops upon aor subj… …
9εφίστασις — ἐφίστασις, ἡ (Α) μτγν. ανώμ. τ. τού ἐπίστασις* …
10ἐπιστάσεων — ἐπιστάσεω̆ν , ἐπίστασις stopping fem gen pl …
- 1
- 2