ἐπίσπαστος
1επίσπαστος — ἐπίσπαστος, ον και ός, ή, όν (Α) [επισπώ) αυτός που προκλήθηκε σε κάποιον από δική του υπαιτιότητα («ἡ τάχα Ἶρος Ἄιρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει», Ομ. Οδ.) 2. θηλειά γερά τραβηγμένη …
2ἐπισπαστά — ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc pl ἐπισπαστά̱ , ἐπισπαστός drawn upon oneself fem nom/voc/acc dual ἐπισπαστά̱ , ἐπισπαστός drawn upon oneself fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3ἐπισπαστῶν — ἐπισπαστός drawn upon oneself fem gen pl ἐπισπαστός drawn upon oneself masc/neut gen pl …
4ἐπισπαστόν — ἐπισπαστός drawn upon oneself masc acc sg ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc sg …
5ἐπισπάστων — ἐπισπαστός drawn upon oneself fem gen pl ἐπισπαστός drawn upon oneself masc/neut gen pl …
6ἐπίσπαστον — ἐπισπαστός drawn upon oneself masc acc sg ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc sg …
7ἐπισπαστούς — ἐπισπαστός drawn upon oneself masc acc pl …
8ἐπίσπαστα — ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc pl …
9επισπαστικός — ή, ό (Α ἐπισπαστικός, ή, όν) [επίσπαστος] αυτός που έχει την ιδιότητα να τραβά προς τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», Στράβ.) νεοελλ. φρ. «επισπαστικά φάρμακα» αυτά που προκαλούν επίσπαση, δηλ. τα… …