ἐπίπλοον

  • 1ἐπίπλοον — fold of the peritoneum neut nom/voc/acc sg ἐπίπλοος 1 sailing against masc acc sg ἐπίπλοος 2 sailing against masc acc sg (epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2επίπλοον — και επίπλουν, το ή επίπλοος και επίπλους, ο (Α ἐπίπλοον και ἐπίπλουν ή ἐπίπλοος και ἐπίπλους) ανατ. το δέρτρον*. ο λιπώδης υμένας που καλύπτει την κοιλιά και τα σπλάγχνα, κν. σκέπη, μπόλια, τσίπα νεοελλ. ονομασία τών διπλώσεων τού περιτοναίου που …

    Dictionary of Greek

  • 3τοὐπίπλοον — ἐπίπλοον , ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut nom/voc/acc sg ἐπίπλοον , ἐπίπλοος 1 sailing against masc acc sg ἐπίπλοον , ἐπίπλοος 2 sailing against masc acc sg (epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4ἐπιπλόου — ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut gen sg ἐπίπλοος 1 sailing against masc gen sg ἐπίπλοος 2 sailing against masc gen sg (epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ἐπιπλόῳ — ἐπίπλοον fold of the peritoneum neut dat sg ἐπίπλοος 1 sailing against masc dat sg ἐπίπλοος 2 sailing against masc dat sg (epic doric ionic) ἐπιπλάζω fut opt act 3rd sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6epiplón — (Del gr. epiploon.) ► sustantivo masculino ANATOMÍA Repliegue de la membrana peritoneal que une el intestino delgado con la pared posterior del abdomen. SINÓNIMO mesenterio * * * epiplon o epiplón (del gr. «epíploon») m. Anat. Mesenterio. * * *… …

    Enciclopedia Universal

  • 7OMENTUM — Hebr. Gap desc: Hebrew, i. e. operiens, Levitici c. 9. v. 19. Ex ariete (obtulerunt) caudam operientem, et renes, ubi subintelligenda intestina: Ventriculum enim atque intestina pingui ac tenui omento integi, dicit Plin. l. 11. c. 37. Unde est,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 8επίπλους — (I) ο (Α ἐπίπλους) [πλους] ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῑοι», Θουκ.) αρχ. (σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση… …

    Dictionary of Greek

  • 9επιπλοκομιστής — ἐπιπλοκομιστής, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από επιπλοκήλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίπλοον, ουν + κομιστής < κομίζώ] …

    Dictionary of Greek

  • 10επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… …

    Dictionary of Greek