ἐπίξηνον
1επίξηνον — ἐπίξηνον, τὸ (Α) 1. ξύλο πάνω στο οποίο έκοβαν το κρέας, επικόπανον* 2. το ξύλο που πάνω του ο δήμιος αποκεφάλιζε τους κατάδικους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λέξη τής οποίας το α’ συνθετικό είναι η πρόθεση επί, ενώ το β’ συνθετικό συνδέεται… …
2ἐπίξηνον — chopping block neut nom/voc/acc sg …
3τοὐπίξηνον — ἐπίξηνον , ἐπίξηνον chopping block neut nom/voc/acc sg …
4ἐπιξήνου — ἐπίξηνον chopping block neut gen sg …
5ἐπιξήνῳ — ἐπίξηνον chopping block neut dat sg …
6ξάνιο — το (Α ξάνιον) εργαλείο που χρησιμοποιείται στην ξάνση, στο ξάσιμο τών ερίων και στη θραύση τού μίσχου τής κάνναβης ή τού λίνου για αποχωρισμό τών νημάτων, κν. λανάρα αρχ. το επίξηνον* («ξάνιον ἤ ἐπίξηνον, ὅπερ ἡ νεαρὰ κωμῳδία ἐπικόπανον καλεῑ»,… …
7ξηνός — ξηνός, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «κορμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ξαίνω (πρβλ. το συνθ. ἐπίξηνον* «ξύλο πάνω στο οποίο κοβόταν το κρέας»), αλλά δεν είναι εξακριβωμένο πόσο αρχαία είναι η λ.] …
8kes- (*ĝhes-) — kes (*ĝhes ) English meaning: to scratch, itch Deutsche Übersetzung: “kratzen, kämmen” Material: Gk. κεσκέον (zur form κεσκίον s. Boisacq) “ oakum “ (*kes kes ); M.Ir. cīr f. “comb” (*kēs rü); O.N. haddr m. “Kopfhaar the Frau”… …