ἐπίδημος
1επίδημος — ἐπίδημος, ον (AM) (Α και ἐπίδαμος, ον) (για νόσο) επιδημικός αρχ. 1. ο επιδήμιος, αυτός που βρίσκεται στην πόλη ή στην πατρίδα του κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο 2. εκείνος που διαμένει σε κάποιο τόπο 3. φρ. «έπίδαμος φάτις» η άποψη, η φήμη… …
2ἐπίδημος — at home masc/fem nom sg …
3ἐπίδημον — ἐπίδημος at home masc/fem acc sg ἐπίδημος at home neut nom/voc/acc sg …
4ἐπιδήμοις — ἐπίδημος at home masc/fem/neut dat pl …
5ἐπιδήμου — ἐπίδημος at home masc/fem/neut gen sg …
6ἐπιδήμους — ἐπίδημος at home masc/fem acc pl …
7ἐπιδήμων — ἐπίδημος at home masc/fem/neut gen pl …
8ἐπίδημε — ἐπίδημος at home masc/fem voc sg …
9ἐπίδημοι — ἐπίδημος at home masc/fem nom/voc pl …
10δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …
- 1
- 2