ἐπίδειγμα
1επίδειγμα — ἐπίδειγμα, τὸ (Α) [επιδεικνύω] 1. υπόδειγμα, πρότυπο («σοφίας πλείστης ἐπίδειγμα», Πλάτ.) 2. αξιόλογο, χαρακτηριστικό μάθημα («καλὸν δ’ ἐπίδειγμα καὶ τοῦτο λέγεται κῦρος ἐπιδεῖξαι Κροίσῳ», Ξεν.) 3. σημάδι («ἣν [ὑδρίαν] οὐχ ὡς ἀνάθημα Θεοῡ καλόν,… …
2ἐπίδειγμα — pattern neut nom/voc/acc sg …
3ἐπιδειγμάτων — ἐπίδειγμα pattern neut gen pl …
4ἐπιδείγμασιν — ἐπίδειγμα pattern neut dat pl …
5ἐπιδείγματα — ἐπίδειγμα pattern neut nom/voc/acc pl …