ἐπὶ τὴν σκηνήν

  • 1αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …

    Dictionary of Greek

  • 2σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …

    Dictionary of Greek

  • 3μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …

    Dictionary of Greek

  • 4Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… …

    Dictionary of Greek

  • 5Иоанникий Лихуд — Иеромонах, родом Грек; предки его были Князья, жившие в Константинополе еще до пленения его Турками. Один из них, Константин Лихуд, с 1059 по 1064 год был Константинопольским Патриархом. Потомки их по пленении Константинополя переехали в… …

    Большая биографическая энциклопедия

  • 6πρότριτα — Α επίρρ. 1. πριν από τρεις μέρες, τρεις μέρες πρωτύτερα ή συνεχώς επί τρεις ημέρες (α. «τὰ μὲν ὀστᾱ προτίθενται τῶν ἀπογενομένων πρότριτα σκηνὴν ποιήσαντες», Θουκ. β. «προγράψας πρότριτα εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην», Αριστείδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.)… …

    Dictionary of Greek