ἐπὶ τὴν θάλασσαν

  • 1επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 2κάθοδος — Το αρνητικό ηλεκτρόδιο (ηλεκτρόλυση). Επίσης, κ. είναι ένα από τα βασικά στοιχεία μιας θερμιονικής λυχνίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα ηλεκτρόδιο το οποίο, όταν θερμανθεί από ένα νήμα βολφραμίου που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα,… …

    Dictionary of Greek

  • 3Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως …

    Deutsch Wikipedia

  • 4Liste griechischer Phrasen/Sigma — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ …

    Deutsch Wikipedia

  • 5κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …

    Dictionary of Greek

  • 6κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… …

    Dictionary of Greek

  • 7υποφέρω — ὑποφέρω ΝΜΑ [φέρω] υπομένω, αντέχω, ανέχομαι κάτι ή κάποιον (α. «δεν μπορεί να τόν υποφέρει» β. «ὑποφέρειν τὰς ἀδικίας», πάπ. γ. «γῆρας καὶ πενίαν ὑπενεγκεῑν», Αισχίν. δ. «κινδύνους καὶ φόβους ὑποφέρειν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. υποβάλλομαι σε… …

    Dictionary of Greek

  • 8παρομοίωση — η / παρομοίωσις, ΝΜΑ [παρομοιώ] 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται παραλληλισμός ή σύγκριση ενός πράγματος με άλλο, με παρεμβολή τών λέξεων ὡς, σάν, ωσάν, όπως, καθώς κ.ά. (α. «ὡσάν επὶ τήν άπειρον / θάλασσαν τών ονείρων / ψυχαί νεκρών… …

    Dictionary of Greek

  • 9προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …

    Dictionary of Greek

  • 10Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… …

    Dictionary of Greek