ἐπὶ πόλιν

  • 61επισιμώ — ἐπισιμῶ, όω (Α) 1. κυρτώνω, καμπυλώνω 2. στρέφω την πορεία μου προς τα πλάγια («ὁ δ’ ‘Αγησίλαος ἰδών ταῡτα πρὸς ἐκείνους μὲν οὐκ ἦγεν ἐπισιμώσας δὲ πρὸς τὴν πόλιν ᾔει», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σιμώ (< σιμός) «ζαρώνω τη μύτη μου κάμπτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 62εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… …

    Dictionary of Greek

  • 63ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… …

    Dictionary of Greek

  • 64κακορροθώ — κακορροθῶ, έω (Α) κακολογώ, λοιδορώ, υβρίζω («ἅπασαν ἡμῶν τὴν πόλιν κακορροθεῑ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ῥοθῶ «μιλώ θορυβωδώς, μεμψιμοιρώ» (πρβλ. επι ρροθώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 65κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …

    Dictionary of Greek

  • 66κατασείω — (AM) 1. σείω πολύ, γκρεμίζω κάτι σείοντάς το (α. «μίαν μὲν ἣ τοῡ μεγάλου οἰκοδομήματος κατὰ τὸ χῶμα προσαχθεῑσα ἐπὶ μέγα τε κατέσεισε καὶ τοὺς Πλαταιᾱς ἐφόβησεν», Θουκ. β. «σεισμὸς κατέσεισε τὴν πόλιν», Αιλ.) 2. ρίχνω κάτω αρχ. 1. ενοχλώ, ταράζω… …

    Dictionary of Greek

  • 67κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… …

    Dictionary of Greek

  • 68κλεινός — ή, ό(ν) (AM κλεινός, ή, όν, Α ιων. τ. κλεεινός, αιολ. τ. κλεενός) ένδοξος, περίφημος, επιφανής, διάσημος, ονομαστός (α. «κλεινά Σαλαμίς», Σοφ. β. «ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ», Αισχύλ. γ. «ὦ κλεινοτάτην αἰθέριον οἰκίσας πόλιν», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «το… …

    Dictionary of Greek

  • 69κωμάζω — κωμάζω, δωρ. τ. κωμάσδω (Α) [κώμος] 1. περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια με συνοδεία οργάνων, χορεύοντας και κάνοντας αστεία («νέοι κώμαζον ὑπ αὐλοῡ», Ησίοδ.) 2. συμμετέχω σε πανηγυρική πομπή, προς τιμήν τού Βάκχου ἡ προς… …

    Dictionary of Greek

  • 70πανευέφοδος — ον, Α εξαιρετικά ευπρόσβλητος, ευπρόσιτος, ευκολοπέραστος, ευκολοπάτητος («ἔστι δ ἐπίπεδον καὶ πάνευέφοδον ἐπὶ τὴν πόλιν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐέφοδος «ευπρόσιτος»] …

    Dictionary of Greek