ἐπὶ κασταλίᾳ

  • 1μετάλλατος — μετάλλατος, ον (Α) [μεταλλώ] (δωρ. τ. αντί μετάλλητος) αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», Πίνδ.) …

    Dictionary of Greek