ἐπὶ δένδρου

  • 11χρυσαροβίνη — η, Ν (φαρμ.) ισχυρό αναγωγικό και ερεθιστικό τού δέρματος, που χρησιμοποιείται τοπικά επί ψωριάσεως, αλλά είναι τοξικό για τους νεφρούς και τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chrysarobin < chrys (< χρυσ[ο] *) + arob (< …

    Dictionary of Greek

  • 12Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …

    Dictionary of Greek