ἐπωφέλης

  • 41σωτηριώδης — ῶδες, ΜΑ [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που οδηγεί στη σωτηρία, σωτήριος (α. «σωτηριωδέστατον αὐτοῑς εἶναι φάρμακον» Γαλ. β. «τὴν Ἰατρικὴν ἐπιστήμην σωτηριώδη τοῑς ἀνθρώποις τυγχάνειν», Ιουλιαν.) 2. επωφελής, ωφέλιμος. επίρρ... σωτηριωδῶς Μ με τρόπο που… …

    Dictionary of Greek

  • 42σύμφορος — η, ο / σύμφορος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [συμφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», Σοφ.) 2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση») 3. ευνοϊκός αρχ. 1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι… …

    Dictionary of Greek

  • 43χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ …

    Dictionary of Greek

  • 44ωφέλιμος — η, ο / ὠφέλιμος, ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και ίμη, ΜΑ 1.αυτός που ωφελεί, επωφελής, χρήσιμος (α. «η άθληση είναι ωφέλιμη για το σώμα» β. «τὸ καλὸν ἔργον ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ωφέλιμο ωφέλεια, χρησιμότητα (α. «τί το… …

    Dictionary of Greek

  • 45αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… …

    Dictionary of Greek

  • 46απαμίνωση — Χημική μεταβολή με την οποία ένα οργανικό μόριο που περιέχει την αμινική ομάδα NH μετατρέπεται σε μια νέα ένωση, στην οποία η ομάδα αυτή δεν υπάρχει πια. Τρόποι α. υπάρχουν στο πεδίο τόσο της κλασικής οργανικής χημείας όσο και της βιοχημείας,… …

    Dictionary of Greek

  • 47δημόσια κτήματα — Τμήμα της περιουσίας του κράτους, η οποία περιλαμβάνει, όπως και η περιουσία των ιδιωτών, χρήματα και απαιτήσεις, κινητά και ακίνητα. Ωστόσο, ενώ ένα μέρος αυτής της περιουσίας δεν παρουσιάζει καμιά διαφορά από την ιδιωτική κτήση και αποβλέπει,… …

    Dictionary of Greek

  • 48Κάθερ, Γουίλα Σίμπερτ — (Willa Sibert Cather, Γουίντσεστερ, Βιρτζίνια 1873 – Νέα Υόρκη 1947). Αμερικανίδα συγγραφέας. Στη Νεμπράσκα, όπου μετοίκησε από τη γενέτειρά της μαζί με την αλσατοϊρλανδικής καταγωγής οικογένειά της, γνώρισε την κουραστική και μοναχική ζωή των… …

    Dictionary of Greek

  • 49ωφέλιμος — η, ο 1. αυτός που φέρνει ωφέλεια, ο επικερδής, ο επωφελής, ο χρήσιμος: Να διαβάζετε ωφέλιμα βιβλία. 2. το ουδ. ως ουσ., ωφέλιμο ωφέλεια …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 50ἐπωφελῶν — ἐπωφελέω aid pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπωφελέω aid pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπωφελής helpful masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)