ἐπωφέλης
31οφέλλιμος — ὀφέλλιμος, ον (Α) [οφέλλω (II)] επωφελής, επικερδής …
32οφελής — ὀφελής, ές (Α) επωφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφέλλω (ΙΙ), επίθ. σχηματισμένο μτγν. πιθ. κατ αποκοπή από τα σύνθ. σε ωφελής (< ὄφελος)] …
33πανλυσιτελής — ές, Α εξαιρετικά επωφελής, πολύ ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + λυσιτελής «ωφέλιμος, επικερδής»] …
34πολυτελής — ές, ΝΜΑ αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.) νεοελλ. (κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα …
35πολύτιμος — η, ο / πολύτιμος, ον, ΝΜΑ 1. (ιδίως σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά χρήσιμος, πάρα πολύ, επωφελής, ανεκτίμητος (α. «πολύτιμος φίλος» β. «πολύτιμος μουσοεργός», Ιπποκρ.) 2. αυτός που έχει μεγάλη αξία, βαρύτιμος («πολύτιμοι λίθοι» ορυκτά που… …
36προκοπτικός — ή, όν, Α [προκόπτω] αυτός που συντελεί στην προκοπή, ο επωφελής, ο χρήσιμος. επίρρ... προκοπτικῶς Α 1. κατά τρόπο επωφελή 2. προοδευτικά …
37σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …
38σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς …
39συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …
40συμφερτικός — και συφερτικός, ή, ό, Ν αυτός που συμφέρει, σύμφορος, επωφελής, χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …