ἐπωφέλης

  • 21συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… …

    Dictionary of Greek

  • 22ἐπωφελεῖ — ἐπωφελέω aid pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπωφελέω aid pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπωφελέω aid pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπωφελέω aid pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπωφελής helpful …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 23ἐπωφελεῖς — ἐπωφελέω aid pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπωφελέω aid pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπωφελής helpful masc/fem acc pl ἐπωφελής helpful masc/fem nom/voc pl (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 24ένδειξη — η (AM ἔνδειξις) δείγμα, τεκμήριο («εις ένδειξιν φιλίας») νεοελλ. 1. ειδική συνθήκη, ύπαρξη στοιχείων κατά την οποία κρίνεται επωφελής η χορήγηση φαρμάκου ή η εφαρμογή θεραπευτικών μεθόδων 2. πραγματικό περιστατικό, το οποίο μόνο του ξεχωριστά ή… …

    Dictionary of Greek

  • 25εθνωφελής — ές επωφελής, ωφέλιμος για το έθνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1849] …

    Dictionary of Greek

  • 26επικερδής — ές (Α ἐπικερδής) αυτός που αποφέρει κέρδη, κερδοφόρος, προσοδοφόρος, επωφελής («επικερδής εργασία, επιχείρηση, επικερδές επάγγελμα, εμπόριο» κ.λπ.) αρχ. (για τον κερδώο Ερμή) προστάτης τού εμπορίου, τού κέρδους («ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 27καρπερός — ή, ό (Μ καρπερός, ή, όν) αυτός που παράγει καρπούς, ο καρποφόρος νεοελλ. 1. γόνιμος 2. ο προσοδοφόρος, επωφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + ερός (πρβλ. βροχ ερός, τυχ ερός)] …

    Dictionary of Greek

  • 28κερδαλέος — α, ο (Α κερδαλέος, α, ον, θηλ. και κερδαλέη και κερδαλή) [κέρδος] αυτός που αποφέρει κέρδος, επωφελής, επικερδής («τὰς τ ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας πρός τόν μάντιν κατεροῡσιν». Αριστοφ.) αρχ. 1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, κατεργάρης («κερδαλέος κ… …

    Dictionary of Greek

  • 29λυσιτελής — ες (Α λυσιτελής, ές) ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες 2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός 3. φθηνός 4. (το ουδ.… …

    Dictionary of Greek

  • 30ονητός — ὀνητός, ή, όν (Α) [ονίνημι] (κατά το λεξ. Σούδα) «ὠφέλιμος, ἐπωφελής» …

    Dictionary of Greek