ἐπουράνιος
1ἐπουράνιος — heavenly masc/fem nom sg …
2επουράνιος — α, ο (AM ἐπουράνιος, ον Α και ος, η και α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, ουράνιος («ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος», ΚΔ) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επουράνια ουρανός («σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια») 3. (το αρσ.… …
3επουράνιος — α, ο 1. που υπάρχει πάνω από τον ουρανό ή στον ουρανό: Η επουράνια βασιλεία. 2. ο πληθ. του ουδ., επουράνια οι ουρανοί, τα μεσούρανα, τα ύψη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐπουρανίως — ἐπουράνιος heavenly adverbial ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc pl (doric) …
5ἐπουράνιον — ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc sg ἐπουράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg …
6ἐπουρανίοιο — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (epic) …
7ἐπουρανίοις — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl …
8ἐπουρανίοισι — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
9ἐπουρανίοισιν — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10ἐπουρανίου — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg …