ἐπουράνιος
11ἐπουρανίους — ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc pl …
12ἐπουρανίων — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut gen pl …
13ἐπουρανίῳ — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat sg …
14ἐπουράνια — ἐπουράνιος heavenly neut nom/voc/acc pl …
15ἐπουράνιε — ἐπουράνιος heavenly masc/fem voc sg …
16ἐπουράνιοι — ἐπουράνιος heavenly masc/fem nom/voc pl …
17MENSA Domini — apud Apostolum l. Cor. c. 10. v. 21. οὐ δύναςθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν καὶ τραπέζης δαιμονίων, Non potestis Domini Mensae participes esse et mensae Daemoniorum: Est ipsa Eucharistia, quam exemplo Pauli Patres ita saepe nominant, Optatus l. 5.… …
18MENSA Sacra — Eucharistia est, cui nomen hoc a loco, in quo a CHRISTO instituta, est inditum, ἐπουράνιος τράπεζα, in Iacobi Liturgia, ἱερὰ, μυςτικὴ, φρικώδης τράπεζα Chrysostomo: τοῦ Σωτῆρος τράπεζα, Palladio in Vita Chrysostomi, ubi de modo iurandi, κατὰ τῆς… …
19μάντρα — και μάνδρα, η (AM μάνδρα, Μ και μάντρα) 1. περιφραγμένος τόπος, ιδίως για σταβλισμό τών ζώων, στάνη, μαντρί, ποιμνιοστάσιο 2. η κοιλότητα τού δαχτυλιδιού στην οποία προσαρμόζεται ο δακτυλιόλιθος 3. (στον τ. μάνδρα) μοναστήρι, μονή νεοελλ. 1.… …
20ουρανοκάτοικος — οὐρανοκάτοικος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στον ουρανό, επουράνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + κάτοικος] …