ἐπουράνιοι
1ἐπουράνιοι — ἐπουράνιος heavenly masc/fem nom/voc pl …
2επουράνιος — α, ο (AM ἐπουράνιος, ον Α και ος, η και α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, ουράνιος («ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος», ΚΔ) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επουράνια ουρανός («σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια») 3. (το αρσ.… …
3ουρανίων — οὐρανίων, ωνος, ὁ (Α) (ιδίως στον πληθ.) οἱ Οὐρανίωνες α) θεοί που κατοικούν στον ουρανό, οι επουράνιοι θεοί β) οι Τιτάνες, επειδή κατάγονταν από τον Ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Οὐρανός + πατρων. κατάλ. ίων (πρβλ. Κρον ίων)] …