ἐποπτικός
1ἐποπτικός — of masc nom sg …
2εποπτικός — ή, ό (Α ἐποπτικός, ή, όν) [επόπτης] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποπτεία ή στον επόπτη (α. «εποπτικὸ συμβούλιο» ειδικό συμβούλιο που εποπτεύει και διοικεί τα δημοτικά σχολεία β. «εποπτικά μέσα διδασκαλίας») αρχ. 1. αυτός που ανήκει …
3εποπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον επόπτη ή την εποπτεία (βλ. λλ.), που συντελεί στο σχηματισμό εποπτείας. 2. «εποπτική διδασκαλία», διδασκαλία με βάση την άμεση παρατήρηση των αντικειμένων που πρόκειται να γνωρίσει ο μαθητής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐποπτικά — ἐποπτικός of neut nom/voc/acc pl ἐποπτικά̱ , ἐποπτικός of fem nom/voc/acc dual ἐποπτικά̱ , ἐποπτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ἐποπτικώτερον — ἐποπτικός of adverbial comp ἐποπτικός of masc acc comp sg ἐποπτικός of neut nom/voc/acc comp sg …
6ἐποπτικῶν — ἐποπτικός of fem gen pl ἐποπτικός of masc/neut gen pl …
7ἐποπτικόν — ἐποπτικός of masc acc sg ἐποπτικός of neut nom/voc/acc sg …
8ἐποπτικαῖς — ἐποπτικός of fem dat pl …
9ἐποπτικαί — ἐποπτικός of fem nom/voc pl …
10ἐποπτικοῖς — ἐποπτικός of masc/neut dat pl …