ἐποπτικός
21ἐποπτικώτατος — ἐποπτικός of masc nom superl sg …
22ἐποπτικώτερα — ἐποπτικός of neut nom/voc/acc comp pl …
23ἐποπτικώτερος — ἐποπτικός of masc nom comp sg …
24εφορευτικός — ή, ό [εφορεύω] 1. ο αρμόδιος στο να εφορεύει, να επιτηρεί, ο εποπτικός 2. φρ. «εφορευτική επιτροπή» η επιτροπή που εποπτεύει μια νόμιμη διαδικασία, κυρίως τη διεξαγωγή τών εκλογών …
25ἐποπτικωτέραν — ἐποπτικωτέρᾱν , ἐποπτικός of fem acc comp sg (attic doric aeolic) …
26ἐποπτικάς — ἐποπτικά̱ς , ἐποπτικός of fem acc pl …
Страницы