ἐποπτικός
11ἐποπτικοί — ἐποπτικός of masc nom/voc pl …
12ἐποπτικούς — ἐποπτικός of masc acc pl …
13ἐποπτικωτάτης — ἐποπτικός of fem gen superl sg (attic epic ionic) …
14ἐποπτικωτάτῃ — ἐποπτικός of fem dat superl sg (attic epic ionic) …
15ἐποπτικωτέρους — ἐποπτικός of masc acc comp pl …
16ἐποπτικῆς — ἐποπτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …
17ἐποπτικῇ — ἐποπτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …
18ἐποπτική — ἐποπτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
19ἐποπτικήν — ἐποπτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …
20ἐποπτικῷ — ἐποπτικός of masc/neut dat sg …
Страницы