1ἐπεχώσατο — ἐπί χόω throw aor ind mid 3rd sg ἐπί χώομαι to be angry aor ind mid 3rd sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2επιχώομαι — ἐπιχώομαι (Α) οργίζομαι για κάτι («ἐπεχώσατο μύθοις», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώομαι «οργίζομαι, είμαι απρόθυμος»] …
Dictionary of Greek