ἐπι-χρίω
1χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… …
2επιχρίω — (AM ἐπιχρίω) 1. απλώνω ρευστή ή μαλακή ουσία και καλύπτω μια επιφάνεια (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῡ τυφλοῡ», ΚΔ β. «τόξον ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ») 2. καλύπτω τοίχο, στέγη κ.λπ. με ασβεστοκονίαμα ή άλλο υλικό, σοβαντίζω αρχ. επαλείφω …
3ἐπικαταχριέσθω — ἐπικαταχρῑέσθω , ἐπί , κατά χρίω touch the surface of a body slightly pres imperat mp 3rd sg …