ἐπι-τραγηματίζω

  • 1επιτραγηματίζω — ἐπιτραγηματίζω (Α) προσφέρω κατά το γεύμα ως επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τραγηματίζω (< τράγημα «επιδόρπιο» < θ. τραγ (πρβλ. τραγ ανός τραγ είν, τρώγ ω)] …

    Dictionary of Greek