ἐπι-τρέχω

  • 11επιθύω — (I) ἐπιθύω (AM) θυσιάζω μετά από άλλη θυσία («τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας», Αισχύλ.) αρχ. 1. θυσιάζω πάνω σε κάτι 2. μέσ. ἐπιθύομαι σκοτώνω κάποιον για κάποιον σκοπό («πότερον οὖν Νέρωνι Γάλβαν ἐπιθυσώμεθα;», Πλούτ.) 3. καίω θυμίαμα («καὶ ἀνέβη ἐπὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 12πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …

    Dictionary of Greek

  • 13προσανατρέχω — Α 1. τρέχω επί πλέον προς τα πάνω 2. κάνω μια ακόμη αναδρομή στο παρελθόν 2. μτφ. ακμάζω, πλουτίζω («ταχὺ προσανέδραμον ταῑς οὐσίαις», Διόδ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνατρέχω «τρέχω προς τα πίσω, θυμάμαι τα περασμένα, βλαστάνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 14ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …

    Dictionary of Greek

  • 15έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek

  • 16θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …

    Dictionary of Greek

  • 17Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… …

    Dictionary of Greek

  • 18-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …

    Dictionary of Greek

  • 19βοηθόος — βοηθόος, ον (Α) 1. όποιος σπεύδει στην κραυγή για βοήθεια ή στην πρόσκληση στα όπλα, για μάχη 2. ο βοηθός, αυτός που προσφέρει βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βοηθόος προήλθε πιθ. από την έκφραση «(επί) βοήνθειν» (του ρ, θέω «τρέχω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 20διαυλοδρομώ — διαυλοδρομῶ ( έω) (Α) 1. τρέχω τον δίαυλο, αγωνίζομαι στο αγώνισμα του διαύλου 2. ξαναγυρίζω στο σημείο εκκινήσεως, στην αφετηρία 3. επανέρχομαι, ανατρέχω νοερὰ («πάντων ἐπὶ ταῑς ἀρχαίαις διαυλοδρομούντων... εὺπραγίαις», Φίλων ο Ιουδαίος) …

    Dictionary of Greek