ἐπι-στενάζω
1επιμύζω — ἐπιμύζω (Α) μουρμουρίζω, στενάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύζω «μουρμουρίζω»] …
2επιστένω — ἐπιστένω (AM) [στένω] θρηνώ για κάτι («τί δὴ τάλαινα τοῑσδ’ ἐπιστένεις τέκνοις;», Ευρ.) αρχ. στενάζω αμέσως μετά («ὡς ἔφατο κλαίουσ’ ἐπὶ δ’ ἔστενε δῆμος ἀπείρων», Ομ. Ιλ.) …
3επιστενάχω — ἐπιστενάχω (Α) επιστένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στενάχω «στενάζω»] …
4επιστεναχίζω — ἐπιστεναχίζω (Α) επιστένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στεναχίζω «στενάζω, θρηνώ»] …
5επιστοναχίζω — ἐπιστοναχίζω (Α) επιστένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στοναχίζω, παράλληλος τ. τού στεναχίζω «στενάζω»] …
6επιστοναχώ — ἐπιστοναχῶ, έω (Α) (για το κύμα) επιστένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στοναχώ «στενάζω»] …
7εποιμώζω — ἐποιμώζω (Α) θρηνώ, στενάζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οιμώζω (< οίμοι «αλλοίμονο»)] …