ἐπι-στίλβω

  • 1στίλβωτρο — το, ΝΑ, και στίλβωθρον Α νεοελλ. εργαλείο ή μηχανικό μέσο που χρησιμοποιείται για τη στίλβωση αντικειμένων αρχ. όργανο για επίπαση καλλωπιστικής ουσίας στο πρόσωπο ή η ίδια η καλλωπιστική ουσία («χρῶνται δὲ αὐτῷ αἱ γυναίκες ἐπὶ τῷ προσώπω ἐπί… …

    Dictionary of Greek