ἐπι-πολάζω
1ευεπιπόλαστος — εὐεπιπόλαστος, ον (Α) (για τροφή) αυτός που εύκολα ξαναγυρίζει στον οισοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι πολάζω «βρίσκομαι στην επιφάνεια»] …
2υπερπολάζω — Α πλημμυρίζω («ἐπειδὴ δὲ ὑπερεπόλασεν ἡ ἐντός, βιάσασθαι καὶ ἀπερᾱσαι τὸ πλεονάζον», Στράβ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, πιθ. κατά το ρ. ἐπι πολάζω «πλημμυρίζω» (< ἐπιπολή)] …
3ἐπεισπολάσασαν — ἐπεισπολάσᾱσαν , ἐπί , εἰσ πολάζω aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …