ἐπι-πείθομαι

  • 1πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …

    Dictionary of Greek

  • 2αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …

    Dictionary of Greek

  • 3έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 4κατακούω — (Α) 1. ακούω καλά, αντιλαμβάνομαι κάτι καλά («οὐδὲν κατήκουον... τῶν παραγγελλομένων», Θουκ.) 2. ακούω και πείθομαι, υπακούω, υποτάσσομαι («Ἀράβιοι δὲ οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσι», Ηρόδ.) 3. ακούω προσεκτικά 4. κρυφακούω («ὁ θυρωρός …

    Dictionary of Greek

  • 5καταπειθής — καταπειθής, ες (Α) ευπειθής, πειθήνιος, υπάκουος, πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πειθής (< πείθομαι), πρβλ. επι πειθής, ευ πειθής] …

    Dictionary of Greek

  • 6λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… …

    Dictionary of Greek