ἐπι-πίπτω

  • 11νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ …

    Dictionary of Greek

  • 12παλιμπετής — παλιμπετής, ές (ΑΜ) αυτός που έχει πέσει προς τα πίσω αρχ. 1. παλίνδρομος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιμπετές πίσω πάλι («ἐπὶ νῆας ἐέργε παλιμπετές», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πετής, που κατ άλλους συνδέεται με το ρ. πίπτω, ενώ κατ άλλους με… …

    Dictionary of Greek