ἐπι-μορφάζω
1ἐπεμόρφαζεν — ἐπί μορφάζω gesticulate imperf ind act 3rd sg …
2επιμορφάζω — ἐπιμορφάζω (AM) 1. προσποιούμαι, προφασίζομαι, υποκρίνομαι 2. αποδίδω εσφαλμένα κάτι σε κάποιον 3. μιμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μορφάζω «χειρονομώ» (< μορφή)] …