ἐπι-μηκύνω
1μηκύνω — (ΑΜ μηκύνω, Α δωρ. τ. μακύνω) [μήκος] μεγεθύνω κατά μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι περαιτέρω τοῡ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», Ξεν.) μσν. αρχ. μέσ. μηκύνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω αρχ. 1. αυξάνω τη χρονική διάρκεια… …
2ἐπεμήκυνε — ἐπεμήκῡνε , ἐπί μηκύνω lengthen aor ind act 3rd sg ἐπεμήκῡνε , ἐπί μηκύνω lengthen imperf ind act 3rd sg …
3επιμηκύνω — (AM ἐπιμηκύνω) αυξάνω κάτι κατά το μήκος, τό καθιστώ μακρότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηκύνω (< μήκος)] …