ἐπι-κρεμάννῡμι
1επικρέμαση — η το κρέμασμα πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρεμάννυμι. Η λ. στον λόγιο τ. επικρέμασις μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …
2επικρεμάννυμι — ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α) 1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω 2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
3ἐπεγκρεμάσαιο — ἐπί , ἐν κρεμάννυμι hramjan aor opt mid 2nd sg ἐπεγκρεμά̱σαιο , ἐπί , ἐν κρεμάω hramjan aor opt mid 2nd sg (doric aeolic) ἐπί , ἐν κρεμάζω hramjan aor opt mid 2nd sg …
4κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …
5επικρεμής — ές (Α ἐπικρεμής, ές) νεοελλ. 1. κρεμασμένος πάνω από κάτι, κρεμαστός 2. ναυτ. φρ. «επικρεμής άγκυρα» η άγκυρα που είναι κρεμασμένη από τον κεφαλοδέτη* τού πλοίου και είναι έτοιμη να ποντιστεί αρχ. μτφ. εκκρεμής, αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < …