ἐπι-κλώθω
1ἐπικατέκλωσαν — ἐπί , κατά , ἐκ λόω lǎvo aor ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπί , κατά κλώθω twist by spinning aor ind act 3rd pl …
2στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …
3κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… …
4προσεπικλώθω — Α επικλώθω επί πλέον, προορίζω για κάποιον κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικλώθω «κλώθω, προκαθορίζω, προδιαγράφω»] …