ἐπι-κλάω

  • 1ἐπανακλᾶσθαι — ἐπί , ἀνά κλάω cry pres inf mp ἐπί ἀνακλάω bend back pres inf mp ἐπί ἀνακλάζω cry aloud fut inf mid …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἐπανακλᾷν — ἐπί , ἀνά κλάω cry pres inf act ἐπί ἀνακλάω bend back pres inf act …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κλαίω — και κλαίγω (AM κλαίω, Α αττ. τ. κλάω, αιολ. τ. κλαΐω, Μ και κλαίγω) 1. χύνω δάκρυα για να εκφράσω τη θλίψη μου ή, σπανίως, και τη χαρά μου (α. «κλαίει σαν μωρό παιδί» β. «κι αν δε σε κλάψει η μάννα σου, ο κόσμος σε δακρύζει», Πολίτ. γ. «στην… …

    Dictionary of Greek

  • 4οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …

    Dictionary of Greek