ἐπι-κηραίνω
1κηραίνω — (I) κηραίνω (Α) [κήρ (I)] 1. (μτβ.) φθείρω, βλάπτω, καταστρέφω («θῆρες δὲ κηραίνουσι καὶ βροτοί» θηρία και άνθρωποι τό βλάπτουν, Αισχύλ.) 2. (αμτβ.) έχω ελαττώματα ή ατέλειες. (II) κηραίνω (Α) [κηρ (II)] 1. είμαι γεμάτος μέριμνες, έχω πολλές… …
2ἐπικηραίνειν — ἐπί κηραίνω harm pres inf act (attic epic) …
3επικηραίνω — ἐπικηραίνω (Α) έχω εχθρικές διαθέσεις απέναντι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κηραίνω (< Κήρ «θεά τού θανάτου») «βλάπτω, καταστρέφω»] …
4μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …