ἐπι-κελεύω
1επικελεύω — ἐπικελεύω (Α) ενθαρρύνω, παροτρύνω, προτρέπω (α. «ἐγὼ δ’ ἐπεκέλευσά σοι», Ευρ. β. «καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κελεύω «παρακινώ, προτρέπω»] …
2κελευτιώ — κελευτιῶ, άω (Α) (θαμιστ. τού κελεύω απαντά μόνο στη μτχ. ενεστ. ως επικ. τ.) προτρέπω, ξεσηκώνω, παροτρύνω συνεχώς («Αἴαντε κελευτιόωντ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην» οι δύο Αίαντες σύχναζαν παντού πάνω στους πύργους παροτρύνοντας συνεχώς τους… …
3θεοκέλευστος — θεοκέλευστος, ον (AM) αυτός που έχει οριστεί, που έχει διαταχθεί από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κέλευστος (< κελεύω), πρβλ. αν επι κέλευστος, αυτο κέλευστος] …