ἐπι-ζέω

  • 1επίζεμα — ἐπίζεμα, τὸ (Α) υγρό που βράζει ή έχει βράσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζέμα (< ζέω «βράζω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 2επιζέννυμι — ἐπιζέννυμι (Α) βράζω, θερμαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζέννυμι, μτγν. παράλλ. τ. τού ζέω «βράζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 3ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος — ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος, ον (Α) (κωμικό επίθ. για πλακούντα, πίτα) αυτός που έχει ψηθεί στο λάδι, ωσότου αποκτήσει ξανθό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + ξανθός + επί + παν + καπυρούμαι «ξηραίνομαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 4θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …

    Dictionary of Greek