ἐπι-δῑνέω

  • 1επιδινώ — ἐπιδινῶ, έω (Α) 1. περιστρέφω, στριφογυρίζω κάτι για να τό εκσφενδονίσω 2. μέσ. ἐπιδινοῡμαι στριφογυρίζω στον νου μου, συλλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δινέω, ώ (< δίνη)] …

    Dictionary of Greek