ἐπι-δίζημαι
1επιδίζημαι — ἐπιδίζημαι (Α) 1. εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ λόγος τόν τε Κῡρον», Ηρόδ.) 2. απαιτώ, ζητώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίζημαι «ψάχνω, ερευνώ»] …
1επιδίζημαι — ἐπιδίζημαι (Α) 1. εξετάζω, ζητώ να πληροφορηθώ («ἐπιδίζηται δὲ δὴ τὸ ἐντεῡθεν ἡμῑν ὁ λόγος τόν τε Κῡρον», Ηρόδ.) 2. απαιτώ, ζητώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δίζημαι «ψάχνω, ερευνώ»] …