ἐπι-δουπέω

  • 1επιδουπώ — ἐπιδουπῶ, έω (Α) κάνω κρότο, θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δουπέω, ώ (< δούπος «θόρυβος»)] …

    Dictionary of Greek