ἐπι-δαίομαι

  • 1επιδαίομαι — ἐπιδαίομαι (Α) διανέμω, διαμοιράζω («δεκάτη δ’ ἐπὶ μοῖρα δέδασται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαίομαι «μοιράζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 2επίδαιτρον — ἐπίδαιτρον, τὸ (Α) γλυκό που προσφέρεται μετά το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαιτρός (< δαίομαι «μοιράζω») «αυτός που χωρίζει τις μερίδες τού φαγητού»] …

    Dictionary of Greek

  • 3θεοδαίσιος — θεοδαίσιος, ὁ (Α)·1. επίθετο τού Διονύσου 2. ονομασία μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δαίσιος (< δαίτης «ιερέας που διαμελίζει τα σφάγια» < δαίομαι «μοιράζω»), πρβλ. επι δαίσιος] …

    Dictionary of Greek