ἐπι-γνάμπτω
1επιγνάμπτω — ἐπιγνάμπτω (Α) 1. κάμπτω, λυγίζω 2. κάνω κάποιον να λυγίσει, να αλλάξει γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γνάμπτω «κάμπτω»] …
1επιγνάμπτω — ἐπιγνάμπτω (Α) 1. κάμπτω, λυγίζω 2. κάνω κάποιον να λυγίσει, να αλλάξει γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γνάμπτω «κάμπτω»] …