ἐπιϑυμῶν

  • 1ἐπιθυμῶν — ἐπιθυμέω set one s heart upon pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐπιθῡμῶν , ἐπιθυμέω set one s heart upon pres part act masc nom sg (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2MYRTEA Corona — Larium olm fuit; quos myrtô et rore marinô redimiri consuevisse, docet Horat. Carmin. l. 3. Od. 23. v. 15. Parvos coronantem marinô Rore Deos, humilique myrtô. Item supplicum; de quorum apud Athenienses more sic Aristophanes Vespis. Α᾿λλ᾿ ὡς… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3προαιρούμαι — προαιροῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [αιρώ, ούμαι] επιθυμώ ή αποφασίζω κάτι με ελεύθερη βούληση, χωρίς καμιά δέσμευση ή εξαναγκασμό, επιλέγω ελεύθερα (α. «δώστε ό,τι προαιρείσθε» δώστε ό,τι επιθυμείτε β. «όπως προαιρούνται» όπως επιθυμούν γ. «ὁ ακρατὴς… …

    Dictionary of Greek

  • 4χόλιξ — ικος, ή, και μτγν τ. χόλιξ, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. αἱ χόλικες τα έντερα τού βοδιού («ἤ βοϊδαρίων τις ἀπέκτεινε ζεῡγος, χολίκων ἐπιθυμών;», Αριστοφ.) 2. (σπαν. στον εν.) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. χολάς, σχηματισμένος με διαφορετικό… …

    Dictionary of Greek

  • 5Μοισιόδαξ, Ιώσηπος — (Τσερναβόντα, Βλαχία 1730; – Βουκουρέστι 1800). Διδάσκαλος του Γένους, ο πρώτος Νεοέλληνας παιδαγωγός κι ένας από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα νεανικά του χρόνια είναι ανεπαρκείς και… …

    Dictionary of Greek

  • 6ԱՆՏԵՆՉԻԿ — ( ) NBH 1 0244 Chronological Sequence: Early classical ա. μὴ ἑπίθυμων non cupiens Որ ոչ տենչայ. ոչ խնդրօղ. ոչ տիրօղ. ոչ ցանկացօղ. *Զանտենչիկն փառաց գովեմք ամենեքեան. Ոսկ. մ. ՟Ա. 4 …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)