ἐπιψηφίζω
91ἐπιψηφίσῃ — ἐπιψηφίσηι , ἐπιψήφισις calculation fem dat sg (epic) ἐπιψηφίζω put to the vote aor subj mid 2nd sg ἐπιψηφίζω put to the vote aor subj act 3rd sg ἐπιψηφίζω put to the vote fut ind mid 2nd sg ἐπιψηφίζω put to the vote aor subj mid 2nd sg ἐπιψηφίζω …
92ἐπιψηφιζομένας — ἐπιψηφιζομένᾱς , ἐπιψηφίζω put to the vote pres part mp fem acc pl ἐπιψηφιζομένᾱς , ἐπιψηφίζω put to the vote pres part mp fem gen sg (doric aeolic) ἐπιψηφιζομένᾱς , ἐπιψηφίζω put to the vote pres part mp fem acc pl ἐπιψηφιζομένᾱς , ἐπιψηφίζω …
93ἐπιψηφισθείσας — ἐπιψηφισθείσᾱς , ἐπιψηφίζω put to the vote aor part pass fem acc pl ἐπιψηφισθείσᾱς , ἐπιψηφίζω put to the vote aor part pass fem gen sg (doric aeolic) ἐπιψηφισθείσᾱς , ἐπιψηφίζω put to the vote aor part pass fem acc pl ἐπιψηφισθείσᾱς ,… …
94ἐπιψηφίζοι — ἐπιψηφίζοῑ , ἐπιψηφίζω put to the vote pres opt act 3rd sg ἐπιψηφίζοῑ , ἐπιψηφίζω put to the vote pres opt act 3rd sg …
95ἐπιψηφίσας — ἐπιψηφίσᾱς , ἐπιψηφίζω put to the vote aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπιψηφίσᾱς , ἐπιψηφίζω put to the vote aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
96ἐπιψηφίσασι — ἐπιψηφίσᾱσι , ἐπιψηφίζω put to the vote aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) ἐπιψηφίσᾱσι , ἐπιψηφίζω put to the vote aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …
97προσεπιψηφίζομαι — Α [ἐπιψηφίζω, ομαι] ψηφίζω κι εγώ κάτι, συμφωνώ κι εγώ με κάτι …
98συνεπιψηφίζω — ΜΑ (το μέσ.) συνεπιψηφίζομαι ψηφίζω, εγκρίνω από κοινού αρχ. επικυρώνω κι εγώ με την ψήφο μου («δόξαντος... τῷ συνεδρίῳ καὶ τοῡ δήμου συνεπιψηφίσαντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιψηφίζω, ομαι «επικυρώνω, επιβεβαιώνω»] …
99ψήφισμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψάπιγμα και ψάφιγμα Α 1. απόφαση που λαμβάνεται με ψηφοφορία 2. (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) απόφαση για οποιοδήποτε θέμα η οποία λαμβανόταν με ψηφοφορία από την βουλή ή από την εκκλησία τού δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ… …