ἐπιχάλκω
1ἐπιχάλκω — ἐπίχαλκος covered with copper masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἐπίχαλκος covered with copper masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐπιχαλκόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐπιχαλκόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
2ἐπιχάλκῳ — ἐπίχαλκος covered with copper masc/fem/neut dat sg …
3επιφράζω — ἐπιφράζω (AM) μσν. φρ. «ἐπιφράζω πρὸς ὀργήν» οργίζομαι αρχ. 1. λέω επί πλέον («δεῑ δή με πρὸς τούτοισι ἐπιφράσαι», Ηρόδ.) 2. μέσ. ἐπιφράζομαι (με απρμφ.) σκέπτομαι, μού ήρθε η ιδέα («τὸ μὲν οὔ τις ἐπιφράσατ’... ἐξερύσαι δόρυ», Ομ. Οδ.) 3. μέσ.… …