ἐπιφράξῃ
1επίφραξη — η (Α ἐπίφραξις) [επιφράσσω] έμφραξη αρχ. η παρεμβολή τής γης στις εκλείψεις τής σελήνης …
2ἐπιφράξῃ — ἐπιφράξηι , ἐπίφραξις obstruction fem dat sg (epic) ἐπιφράσσω block up aor subj mid 2nd sg ἐπιφράσσω block up aor subj act 3rd sg ἐπιφράσσω block up fut ind mid 2nd sg ἐπιφράσσω block up aor subj mid 2nd sg ἐπιφράσσω block up aor subj act 3rd sg… …